-
1 жребий
жребий м о κλήρος бросить \жребий ρίχνω κλήρο' тянуть \жребий τραβώ κλήρο* * *мο κλήροςбро́сить жре́бий — ρίχνω κλήρο
тяну́ть жре́бий — τραβώ κλήρο
-
2 бросать
бросатьнесов1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):\бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:\бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:\бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο. -
3 жребий
жребийм1. ὁ λαχνός, ὁ κλήρος; бросать \жребий ρίχνω κλήρο· тяну́ть \жребий τραβώ κλήρο·2. перен ἡ τύχη, ἡ μοίρα· ◊ \жребий брошен ἐρίφθη ὁ κύβος. -
4 кндать
кнд||а́тьнесов разг ρίχνω, ρίπτω, πετῶ:\кндать камнями в кого-л. πετροβολώ κάποιον· ◊ \кндать жребий ρίχνω κλήρο· меня \кндатьает в жар μέ πιάνει πυρετός. -
5 жребий
-я α.1. λαχνός, κλήρος•тянуть -τραβώ κλήρο•
бросить жребий ρίχνω τον κύβο (ζάρι)•
достаться по жребий ю κερδίζω με τον κλήρο.
2. μτφ. τύχη, μοίρα, γραφτό, μοιραίο.εκφρ.жребий брошен – ο κύβος ερρίφθη.
См. также в других словарях:
πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά … Dictionary of Greek
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek